• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
hard up,
hard-up
adj
informal (poor) (μεταφορικά: οικονομικά)στριμωγμένος, ζορισμένος μτχ πρκ
  που ζορίζεται περίφρ
  σε ανάγκη φρ ως επίθ
Σχόλιο: hyphen used when term is before a noun
 I'm not exactly hard up, but I still don't like to waste money.
 Δεν είναι ότι ζορίζομαι, παρ' όλα αυτά δεν μου αρέσει να σπαταλάω χρήματα.
hard up,
hard-up
adj
slang (desperate for sex)απελπισμένος, απεγνωσμένος μτχ πρκ
  (μεταφορικά, αργκό)ξελιγωμένος, πεινασμένος μτχ πρκ
 Go on a date with John? No thanks, I'm not that hard up!
 Να βγω ραντεβού με τον Τζον; Ευχαριστώ δεν θα πάρω, δεν είμαι και τόσο απελπισμένη!
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση hard up στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «hard up».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!